- εντομολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντομολογία («εντομολογική μελέτη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντομολογικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εντομολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)